- μεταλλάσσω
- και μεταλλάζω (ΑM μεταλλάσσω, Α και μεταλλάττω, Μ μεταλλάζω) [αλλάσσω]1. μεταβάλλω, επιφέρω αλλαγή, μετατρέπω, τροποποιώ («τὰν ἀνθρώπου ζόαν ἆται... μεταλλάσσουσι», Σοφ.)2. υφίσταμαι μεταβολή, μεταβάλλομαι, αλλάζω («όλα τα πλούτη κι αφεντιές σβήνουνε και χαλούσι, και μεταλλάσσουν», Ερωτόκρ.)3. παθ. εναλλάσσομαιμσν.1. μετακινώ, περιφέρω2. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω3. μέσ. α) (για όψη, μορφή) αλλάζωβ) αντιστρέφομαιμσν.-αρχ.(ενεργ. και μέσ.) ανταλλάσσω, αλλάζω, παίρνω ως αντάλλαγμααρχ.1. αλλάζω κάτι με άλλο, μεταβαίνω από μια κατάσταση σε άλλη, και κατ' επέκτ. πεθαίνω («μετὰ τὴν εὐχὴν νυκτὶ μετήλλαξαν», Πλάτ.)2. μεταφέρω κάποιον σε άλλο μέρος, μεταβιβάζω («τοὺς δὲ παρὰ σφίσιν ἀναξίους εἰς τὴν τῶν ἐπανιόντων χώραν μεταλλάττειν», Πλάτ.)3. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. και αορ. ως ουσ.) οἱ μετηλλαχότες ή μεταλλαγότες ή δωρ. τ. μεταλλαχότες και μεταλλάξαντεςοι πεθαμένοι4. φρ. «μεταλλάσσω τὸν βίον» ή «μεταλλάσσω τὸ ζῆν» — πεθαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.